Λαμπερό

Λαμπερό
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 278 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, κοντά στην ανατολική όχθη της τεχνητής λίμνης του Ταυρωπού, 33 χλμ. ΝΔ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλαστήρα. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Τιτάγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ламберо — Село Ламберо греч. Λαμπερό Страна Греция …   Википедия

  • κνηκίς — κνηκίς, ίδος, ή (AM) [κνήκος] 1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό 2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα 3. φρ. «κνηκίς ελαφος» ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • αγλαόθρονος — ἀγλαόθρονος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπερό θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + θρόνος] …   Dictionary of Greek

  • αιολοθώρηξ — αἰολοθώρηξ, ο (Α) αυτός που έχει λαμπερό, αστραφτερό θώρακα ή αυτός που κινείται με ευχέρεια μέσα στον θώρακά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] …   Dictionary of Greek

  • αστραπόμορφος — η, ο 1. αυτός που μοιάζει με αστραπή 2. εκείνος που έχει λαμπερό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε …   Dictionary of Greek

  • γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”